- πιφάσκω
- Α(δ. ανάγν.) βλ. πιφαύσκω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιφαύσκω — και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α (ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση) 1. (το ενεργ και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. προκηρύσσω 3 … Dictionary of Greek